- κηροπλαστείο
- το (Α κηροπλαστεῑον) [κηροπλάστης]νεοελλ.εργαστήριο όπου πλάθεται το κερί και κατασκευάζονται κεριά και λαμπάδεςαρχ.τύπος, καλούπι κήρινων εικόνων ή ομοιωμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηροποιείο — το εργαστήριο κατασκευής κεριών και λαμπάδων, κηροπλαστείο, κεράδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηροποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek
Αγίου Κηρύκου και Ιουλίτης, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στα ανατολικά του Σιδηροκάστρου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Σιδηροκάστρου και ιδρύθηκε το 1968. Στο μοναστήρι λειτουργεί πλεκτήριο, ιεροραφείο, εργαστήριο αγιογραφίας, ταπητουργείο και κηροπλαστείο … Dictionary of Greek